- πορθμείου
- πορθμεί̱ου , πορθμεῖονplace for crossingneut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
διαπόρθμευση — η (Α διαπόρθμευσις, εως) [διαπορθμεύω] η διάβαση στην απέναντι όχθη ή ακτή μέσω πορθμείου … Dictionary of Greek
ζεύγμα — το (AM ζεῡγμα) [ζεύγνυμι] κάθε τι που χρησιμοποιείται για ζεύξη, για σύνδεση, δεσμός, σύνδεσμος 2. φρ. α) «ζεύγμα λιμένος» φράγμα από πλοία που φράζουν την είσοδο τού λιμανιού με το οποίο αποκλείεται η είσοδος ή η έξοδος β) «ζεύγμα ποταμού»… … Dictionary of Greek
περάτης — Ορεινός οικισμός (89 κάτ., υψόμ. 680 μ.), στην πρώην επαρχία Δωδώνης, του νομού Ιωαννίνων. Βρίσκεται στα δυτικά και κοντά στα Ιωάννινα. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (4 τ. χλμ., κάτ.). * * * και περατής, ο, ΝΑ [περώ] 1. οδηγός πορθμείου,… … Dictionary of Greek
πορθμοφυλακία — ἡ, Α η φρουρά τού πορθμείου. [ΕΤΥΜΟΛ. < πορθμός + φυλακία μέσω αμάρτυρου *πορθμοφύλαξ] … Dictionary of Greek
περατάρης — ο πληθ. ηδες, ο οδηγός του πορθμείου, ο πορθμέας, αλλιώς περάτης (βλ. λ.): Σαν περατάρης γερανός που σέρνει στα φτερούγια τα χελιδόνια του Μαρτίου (Βαλαωρίτης) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)